συμπραγματευομαι

συμπραγματευομαι
    συμπραγματεύομαι
    συμ-πραγμᾰτεύομαι
    совместно делать, помогать, сотрудничать
    

σ. τὰ περὴ τοὺς νόμους Plut. — участвовать в законодательстве;

    σ. τινι Plut. — заниматься делами с кем-л., быть чьим-л. компаньоном


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συμπραγματευομαι" в других словарях:

  • συμπραγματεύομαι — ΜΑ [πραγματεύομαι] καταγίνομαι κι εγώ, μετέχω κι εγώ σε εργασία …   Dictionary of Greek

  • συμπραγματευομένων — συμπραγματεύομαι assist in transacting pres part mp fem gen pl συμπραγματεύομαι assist in transacting pres part mp masc/neut gen pl συμπρᾱγματευομένων , συμπραγματεύομαι assist in transacting pres part mp fem gen pl συμπρᾱγματευομένων ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπραγματευσάμενον — συμπραγματεύομαι assist in transacting aor part mp masc acc sg συμπραγματεύομαι assist in transacting aor part mp neut nom/voc/acc sg συμπρᾱγματευσάμενον , συμπραγματεύομαι assist in transacting aor part mp masc acc sg συμπρᾱγματευσάμενον ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπραγματευθήτω — συμπραγματεύομαι assist in transacting aor imperat mp 3rd sg συμπρᾱγματευθήτω , συμπραγματεύομαι assist in transacting aor imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπραγματευομένη — συμπραγματεύομαι assist in transacting pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) συμπρᾱγματευομένη , συμπραγματεύομαι assist in transacting pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπραγματευομένου — συμπραγματεύομαι assist in transacting pres part mp masc/neut gen sg συμπρᾱγματευομένου , συμπραγματεύομαι assist in transacting pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπραγματευόμενοι — συμπραγματεύομαι assist in transacting pres part mp masc nom/voc pl συμπρᾱγματευόμενοι , συμπραγματεύομαι assist in transacting pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπραγματεύεσθαι — συμπραγματεύομαι assist in transacting pres inf mp συμπρᾱγματεύεσθαι , συμπραγματεύομαι assist in transacting pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπραγματεύσασθαι — συμπραγματεύομαι assist in transacting aor inf mp συμπρᾱγματεύσασθαι , συμπραγματεύομαι assist in transacting aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπραγματευτής — ὁ, Μ [συμπραγματεύομαι] συνεργάτης σε χειρωνακτική εργασία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»